τρίο

τρίο
το
άκλ. (λ. ιταλ.)
1. μουσική σύνθεση για τρία όργανα ή τρεις φωνές.
2. ομάδα τριών ατόμων που τραγουδούν ή χορεύουν μαζί: Το τρίο «Κιτάρα».
3. το τραπουλόχαρτο τρία: Τρίο κούπα.
4. τριάδα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τρίο — το, Ν 1. μουσική σύνθεση για τρία όργανα 2. ομάδα τριών ερμηνευτών που εκτελούν μαζί τραγούδι ή χορό 3. ειρων. ομάδα τριών αχώριστων φίλων ή συνεργατών 4. το χαρτί τρία τής τράπουλας, το τριάρι (α. «τρίο καρό» β. «τρίο κούπα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ …   Dictionary of Greek

  • Κρόσμπι, Μπινγκ — (Harry Lillis «Bing» Crosby, Ταχόμα, Ουάσινγκτον 1904 – Μαδρίτη 1977). Αμερικανός τραγουδιστής και ηθοποιός. Σπούδασε νομικά, αλλά δεν ακολούθησε ποτέ ανάλογη σταδιοδρομία, καθώς η ενασχόλησή του με τον χώρο της διασκέδασης ξεκίνησε σε νεαρή… …   Dictionary of Greek

  • εμβατήριο — Μουσική οργανική σύνθεση σε διμερή ρυθμό, τον οποίο υπαγορεύει η ανάγκη του ομαδικού και ομοιόμορφου βαδίσματος. Το είδος αυτό έχει αρχαιότατη προέλευση. Στην αρχαιότητα, οι θρησκευτικές ή στρατιωτικές πομπές, καθώς και οι χορωδοί της αρχαίας… …   Dictionary of Greek

  • πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… …   Dictionary of Greek

  • σονάτα — (Μουσ.). Όρος που χαρακτήριζε, ήδη από το 17o αι., μια σύνθεση μουσικής δωματίου για ένα ή περισσότερα όργανα (canzone da sonar = τραγούδι για να εκτελείται από μουσικά όργανα), σε αντίθεση με τις συνθέσεις για φωνές, όπως η καντάτα και το… …   Dictionary of Greek

  • τριολέτο — το, Ν μουσ. το μουσικό τρίηχο, αλλ. τερτσίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. triolet, πιθ. υποκορ. τού ιταλ. trio (βλ. λ. τρίο)] …   Dictionary of Greek

  • τριουμβιρατορία — και τριομβιρατορία, ἡ, Μ [τριο(υ)μβιράτωρ, ορος] η ρωμαϊκή τριανδρία …   Dictionary of Greek

  • τριωδία — η, Ν μουσ. μουσική σύνθεση για τρεις φωνές ή για τρία όργανα, κν. τρίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ωδία (< ωδός < ωδή), πρβλ. τετρα ωδία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • όπερα — Σκηνική δράση που βασίζεται σε ένα λιμπρέτο ολόκληρο μελοποιημένο. Αν και έχει κάποια μακρινή σχέση τόσο με τα μεσαιωνικά θρησκευτικά μυστήρια, που παρίσταναν πάθη και θαύματα, όσο και με θεάματα καθαρά κοσμικού περιεχόμενου, όπως μασκαράτες,… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”